Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Στην εξορία

Πῆρες τὸν κόσμο
νὰ τὸν ρουφήξεις μονοκόμματα
καὶ βρέθηκες ἐξόριστος
μ’ ἕνα τσιγάρο στὸ μπαλκόνι.
Ὄχι ἐδῶ, κάτω μονάχα, στοὺς δρόμους τσακίζει ἡ ἐξορία.
Τὸ πετροβόλημα δὲν τάραξε τὶς συνειδήσεις.
Οἱ γροθιὲς σὲ πόνεσαν, μεγάλωσαν τὸ τείχος.
Ξεθώριασαν οἱ ἀφίσες, περίμενες νὰ ξεφωνίσουν,
οὔτε τὰ συνθήματα ξεφώνισαν στὸν τοίχο, καλύφθηκαν μὲ διαφημίσεις.
Οἱ στίχοι σὲ χάραξαν, ρυτίδα - ρυτίδα μετράω τὰ ποιήματά σου.
Πῆρες τὰ μάτια σου,
τά 'κλεισες στὸ κουτάκι τῶν γυαλιῶν.
Πῆρες τὰ χέρια, τὰ δίπλωσες
μαζὶ μὲ τὴ σημαία στὸ συρτάρι.
Πῆρες τ’ αὐτιά σου καὶ τὰ σφράγισες,
στὴν ἐξορία, εἶπες, δὲ χρειάζονται πολλά.

Θοδωρὴς Βοριᾶς
("ΤΟ ΤΡΥΠΙΟ ΤΑΒΑΝΙ", εκδ. ΕΡΩΔΙΟΣ)

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Τα χρυσανθεμα του Οκτωβρη

Κι αποψε εψαχνα
λεξεις που σταζουν αιμα.
σιδερενιος αερας απογνωσης
τις πετρωσε.
Θα τις κρυψω την αυγή
στο χωμα του κηπου
να σκεπαστουν απ' τα ξερά
χρυσανθεμα του Οκτωβρη.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Συν-τασσομαι


Μαλλον ηταν Απριλης, ή δεν θυμαμαι ή το ξεχασα πια.  Τραπεζακι απλο καφενειου και πανω του απλωμενα τα σι ντι με ταξη.   Ντυμενες με Χατζιδακι, φωτογραφιες απο την Ακροπολη, την Αρχαια αγορα, το Ηρωδειο...  Το ανοιχτο γαλαζιο του πουκαμισο ειχε τσακιση στα μανικια. Τα φροντισμενα, ψαρα μαλλια αφηναν χρυσες ανταυγειες απο ενα παλιο, ξανθοκαστανο χρωμα. Χερια αδουλευτα, μα δυνατα, με τα ισια δαχτυλα της αμεσοτητας και μια μικρη ...απωλεια στον μεσο. Κρυμμενο το βλεμμα σ' ενα ζευγαρι μαυρα γυαλια, σκυμμενο πανω στα γονατα, αγωνιουσε οργωνοντας ενα χοντρο βιβλιο με παλιες, χιλιοδιαβασμενες σελιδες. Μικρα αυλακια στο μετωπο  μικραιναν και βαθαιναν χορευοντας, μαλλον αναλογα με το περιεχομενο των λεξεων, ή ... .   Μια πολυ γνωριμη εικονα ενος καθολου συνηθισμενου μικροπωλητη.

Πλησιαζοντας,  με ακουμπησε η λεπτη, αγαπημενη μυρωδια της λεμονοκολωνιας  στον Επιταφιο. Κι ενα ακομα ...αγγιγμα, δεν ξερω..., ή δεν το θυμαμαι ή το ξεχασα πια. Η σκια μου, του εκρυψε στιγμιαια τον ηλιο, αναγκαστηκε να ορθωσει το κεφαλι και, κλεινοντας ταυτοχρονα τον παλιο τομο, αφησε να φανει το μαυρο του εξωφυλλο με τα χρυσα γραμματα: "ΑΝΑΤΟΜΙΑ".   Δυσκολη μαζι του η αρχη της κουβεντας, μόνο για τη "δουλεια του" μιλουσε : εγγραφοντας  σι ντι, προσπαθουσε να υποστηριξει τον πολιτισμο και τον εαυτο του βεβαιως, συμπληρωνοντας μια πενιχρη συνταξη απο τον στρατο.

Και η ερωτηση:  "γιατι διαβαζεις Ανατομια;"    εκανε τον ανθρωπο της πλατειας Συνταγματος να ριγησει, παρα την καταμεσημερη ζέστη του Απριλιατικου ηλιου.
"Για να ...θυμαμαι, αλλιως θα ...ξεχασω", ειπε.

Και ...χαθηκε - για λιγο -  στον σκοτεινο του κοσμο, εναν κοσμο  σκιων,  που ξαπλωνονταν στη βαθια ρυτιδα του μεσοφρυδου και χανονταν πισω απ΄τα σκουρα γυαλια,  μεσα στα ματια του, ματια που ακομα δεν ειχα δει.... . Αλλά η ψυχη...., η ψυχή του.... ηταν τοσο ...διαφανη... .    Εθελοντης στα 35 του,  ...ορθοπεδικος  ...συρραξη του Κολπου  ...μια βομβα
"Ποιο ειναι το ονομα σου;;;" ειπα ...κι εκεινος ...για απαντηση, αγγιζοντας τον καταμαυρο σκελετο, αφησε να φανουν ...μια σκουρογάλανη καθάρια ιριδα και μια ...πιο δίπλα , αιματινη ...μισανοιχτη ...πληγη.

 " ...ή δεν θυμαμαι ...ή το ξεχασα πια. Δεν ειναι το ιδιο......" , τονισε, ...χαμηλωνοντας, μισό, το βλεμμα και ξαναφορωντας τα γυαλια του ...ο ανθρωπος της Πλατειας Συνταγματος ._

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Ωραια....

Ωραία μέρα να πεθάνει κανείς,
είπαν όλες οι λέξεις
και αυτοκτόνησαν δίχως να αφήσουν πίσω τους
κανένα Α η Ω να λερώσει την σιωπή.
...................

ΚΑΛΥΨΩ

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Alfoncina y el mar

Ο Ε Ρ Ω Τ Α Σ Ε Ι Μ Α Ι

Aπ’ το πουθενά πλησιάζει, συστήνεται σαν πόνος και ενοικιάζει το καλύτερο δωμάτιο του εγκεφάλου μου, –σκόνη είναι παγιδευμένη στη γωνία, κύκνος και θάνατος αργός, έχει τη γεύση κάποιου γλυκού, μη με ρωτάς τι γλυκό, έχω ξεχάσει αυτή την αίσθηση, λειτουργώ μόνο με το συναίσθημα–, αφήνει προκαταβολή δυο νοίκια μπροστά, δεν έχει οικογένεια μόνο μια τσάντα αλλαξιές για τα σαββατοκύριακα, φορά μαύρα κάτι θα πενθεί νομίζω δεν είμαι σίγουρος, κρατά στα χέρια του ρίζες, μια γλάστρα πλαστική και ένα ξύλινο παράθυρο δίχως τζάμια, δεν μιλά, ωραία λέω, ήσυχος φαίνεται, του δίνω τα κλειδιά, τον ξανακοιτώ, κάποιον μου θυμίζει, δεν βαριέσαι λέω, λάθος θα κάνω, αποκλείεται να ’ναι αυτός που πιστεύω, παίρνει τα κλειδιά λίγο βιαστικά, ανοίγει την πόρτα, πριν μπει στο δωμάτιο τον ακούω να ψιθυρίζει, κάτι σαν τραγούδι έμοιαζε, σκέφτηκα τι είδους πόνος είναι αυτός που τραγουδά, αλλά πάλι το τραγούδι είναι κι αυτό ένας πόνος , ένα μοναχικό παιχνίδι στην τράπουλα του χρόνου, το τραγούδι απαλύνει τον πόνο, στην έσχατη περίπτωση σε συμφιλιώνει με τον πόνο, για δες τώρα μήπως θέλει να γίνουμε φίλοι και μου το λέει έτσι γιατί ντρέπεται, αλλά θα τρελαθώ, πόνος και να ντρέπεται δεν υπάρχει, κάνω μια κίνηση να του μιλήσω, γυρίζει σαν να κατάλαβε τι σκεφτόμουνα και μου λέει:

– « …ο έρωτας είμαι…»!

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΙΑΚΟΣ